πρώρη

πρώρη
πρώρη (πρό): fem. adj. as subst., prow, Od. 12.230†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρώρα — η, ΝΜΑ, και πλώρη Ν, και επικ. και ιων. τ. πρῴρη και πρῷρα και ποιητ. τ. πρώϊρα και άχρηστος ασυναίρ. τ. στον Ηρωδιανό πρώειρα και πρώρρα Α το πρόσθιο σφηνοειδές άκρο τού πλοίου, το προορισμένο να διασχίζει το νερό νεοελλ. (κατ επέκτ.) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • μιλτόπρωρος — μιλτόπρωρος, ον (Α) (για πλοίο) μιλτοπάρηος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + πρῳρος (< πρῴρη), πρβλ. χρυσό πρῴρος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπρωρος — ον, Α αυτός που έχει χρυσή πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρῳρος (< πρῴρη), πρβλ. χαλκό πρῳρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”